- ἐκχύνει
- ἐκχύ̱νει , ἐκχέωpour outpres ind mp 2nd sgἐκχύ̱νει , ἐκχέωpour outpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιοχέαιρα — (I) ἰοχέαιρα, ἡ (Α) 1. (επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτή που εκτοξεύει βέλη, η τοξεύτρια («ἰοχέαιρα παρθένος», Πίνδ.) 2. ως κύρ. όν. ἡ Ἰοχέαιρα η Άρτεμις 3. αργότ. και επίθ. τής φαρέτρας) αυτή που εκχύνει τα βέλη («ἰοχέαιρα φαρέτρα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
μελιτοφόρος — ο (για φυτά και άνθη) αυτός που περιέχει ή εκχύνει νέκταρ («μελιτοφόρα άνθη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + φόρος*] … Dictionary of Greek
μελιτόρρυτος — μελιτόρρυτος, ον (Α) αυτός που εκχύνει μέλι ή ρέει σαν μέλι («μελιτόρρυτον νέκταρ», Λυρ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + ῥυτός(< ῥέω), πρβλ. μελί ρρυτος] … Dictionary of Greek
χοληδόχος κύστη — Σακκοειδής σχηματισμός που επικοινωνεί με τις χοληφόρους οδούς μέσω του κυστικού πόρου. Βρίσκεται κάτω από το συκώτι, μαζεύει τη χολή, τη συμπυκνώνει και όταν συσπάται την εκχύνει στο δωδεκαδάκτυλο κατά τα γεύματα ή μετά από άλλα ερεθίσματα. Η… … Dictionary of Greek